- βραδύπουν
- βραδύπουςslow of footmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARATRO asinum simulbovemque jungere — vetitum Deuteronom. c. 22. v. 10. Nempe etiam asinos arâsse, constatex Esaiae c. 30. v. 24. et c. 32. v. 20. Hinc Ioseph. contra Apion. l. 2. Sunt apud nos asini operibus et ad agriculturam rebus necessarus minisirantes. Sed et Romani Scriptores… … Hofmann J. Lexicon universale
ήλυσις — ἤλυσις, ἡ (Α) οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ ) τού θ. ελευθ (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση τού αρχ. φωνήεντος (η ) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση… … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek